Ο Liungman τονίζει ότι με πιθανότητα που αγγίζει το όρια της βεβαιότητας, οι διαφορές ευφυΐας που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους δεν καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από γενετικούς παράγοντες. Οι παραλλαγές στο ΙQ καθορίζονται σε πολύ μεγάλη έκταση από τα βιώματα που αποκτούν οι άνθρωποι στη ζωή τους (συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου ανάμεσα στη σύλληψη και τη γέννηση). Έτσι η εκπαίδευση, το οικογενειακό και προγεννητικό περιβάλλον καθώς και η στάση που τηρούν οι γονείς κι ο περίγυρος, φαίνεται να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του ατόμου.
Αυτές οι απόψεις συμφωνούν και με την εμπειρία του Hughes, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τον ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικές και ταξικές διαφορές στις μαθηματικές ικανότητες των παιδιών. Σε μια έρευνα , η οποία συμφωνεί και με παλαιότερες, διαπίστωσε πως τα τετράχρονα παιδιά της εργατικής τάξης είχαν επιδόσεις ίδιου περίπου επιπέδου με τα τρίχρονα παιδιά της μέσης αστικής τάξης, ενώ τα πεντάχρονα παιδιά της εργατικής τάξης είχαν επιδόσεις ίδιου περίπου επιπέδου με τα τετράχρονα της μέσης αστικής τάξης. Αν και τα παιδιά της εργατικής τάξης ζούσαν σε μια ιδιαίτερα στερημένη περιοχή, ενώ τα παιδιά της μέσης αστικής τάξης σε μια αρκετά ευκατάστατη, είναι ανησυχητικό να σκέφτεται κανείς ότι υπάρχει μια τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ικανότητες των παιδιών σ' ένα τόσο πρώιμο στάδιο της ζωής τους.
Πιο αποκαλυπτικός είναι όμως ο Papert, ο οποίος χαρακτηρίζει τις θεωρίες για τα ταλέντα ως "μορφωτικές τοξίνες" οι οποίες μολύνουν την εικόνα του μαθητή που σχηματίζουν οι άνθρωποι για τους εαυτούς τους. Όλα είναι κανονισμένα ώστε να αποδώσουν τα παιδιά τις πρώτες τους αποτυχίες ή δυσάρεστες εμπειρίες στη μάθηση, στις ανικανότητές τους. Σαν αποτέλεσμα τα παιδιά αντιλαμβάνονται την αποτυχία ως παραπομπή τους στην ομάδα των "χαζών ανθρώπων", ή πιο συχνά, στην ομάδα των ανθρώπων που είναι "χαζοί στο χ" (όπου ο άγνωστος χ είναι συχνά τα μαθηματικά). Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, τα παιδιά θα ορίζουν τους εαυτούς τους με τους περιορισμούς τους και αυτός ο ορισμός θα εδραιώνεται και θα ενισχύεται σ' όλη τους τη ζωή.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Cemen όταν γράφει πως οι μέθοδοι διδασκαλίας μπορούν επίσης να συμβάλλουν στο μύθο του "μαθηματικού μυαλού", σύμφωνα με τον οποίο μερικοί άνθρωποι μπορούν και κατανοούν τα μαθηματικά ευκολότερα και πιο φυσιολογικά. Στο μύθο αυτό τονίζει συμβάλλει επίσης τόσο το ότι τα μαθηματικά (ιδιαίτερα οι αποδείξεις) παρουσιάζονται σε μια τελική μορφή όσο και το ότι οι δάσκαλοι δεν μοιράζονται με τα παιδιά τον αγώνα που έκαναν και οι ίδιοι στα μαθηματικά.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, παραθέτουμε μια φράση του Polya δηλωτική της άποψής του για το θέμα που μας απασχολεί: "Το να λύνει κανείς προβλήματα είναι μια πρακτική επιδεξιότητα, όπως για παράδειγμα το κολύμπι".
1 σχόλια:
Δεν είναι τυχαίο που το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά... Ας δούμε ένα παράδειγμα: αν κάποιος γονέας είναι μουσικός, τότε υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα κάποιο παιδί να γίνει καλός μουσικός. Αυτό όμως δεν θα είναι λόγω γονιδίων αλλά θα οφείλεται κυρίως στο περιβάλλον του και σε κοινωνικούς άρα λόγους: κάποιοι βέβαια μπορεί να τον χαρακτηρίσουν "μουσικό ταλέντο" αυτό που άλλοι αποκαλούν κίνητρο, σωστή καθοδήγηση και προσπάθεια. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι αν στο σπίτι που μεγαλώνουν τα παιδιά υπάρχει πλούσια βιβλιοθήκη, τότε είναι πολύ πιθανότερο να γίνουν καλοί μαθητές όταν μεγαλώσουν (ακόμα και αν δεν έχουν ανοίξει ποτέ τα βιβλία των γονιών τους).
Δημοσίευση σχολίου